ἐματαιώθησαν

ἐματαιώθησαν
ματαιόω
bring to naught
aor ind pass 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • осоуѥтитисѧ — ОСОУѤ|ТИТИСѦ (1*), ЧОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. Предаться бесполезным, ненужным заботам: осуѥтиша бо сѧ вѣща помыслы своими. и омрачисѧ неразумное ихъ ср(д)це. (ἐματαιώϑησαν) ГБ к. XIV, 106б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ματαιώνω — (ΑM ματαιῶ, όω) [μάταιος] καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο νεοελλ. 1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση τού λαού ματαίωσε το πραξικόπημα») 2. ακυρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”